Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ο ΣΠΙΟΥΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΔΟΥΡΑΚΗΣ & Ο ΘΩΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

  Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟ ΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΕΞΟΝΤΩΣΕΙ ΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ ΓΙΑ 50.ΟΟ0 ΓΡΟΣΙΑ

   ΤΟ "ΚΑΤΗΓΟΡΩ" ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
       
Ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών της Πελοποννήσου άρχισε τον Ιανουάριο του 1806 και το Φεβρουάριο ο Θ. Κολοκοτρώνης, συνοδευόμενος από τέσσερα μόνο παλικάρια και μετά από δραματική καταδίωξη, κατόρθωσε να πλησιάσει στη Μάνη. Νύχτα έφτασε στη Γιάννιτσα (σήμερα Ονομάζεται Ελαιόχωριο και βρίσκεται ανατολικά της Καλαμάτας), όπου αντίκρυσε κοιμισμένος Τουρκοβαρδουνιώτες όμως ο Θ. Κολοκοτρώνης απαρατήρητος να ανηφορίσει στη Σέλιτσα (Άνω Βέργα) . Φθάνοντας στη Μάνη, δύο από τους συντρόφους του που ήταν Μανιάτες πήγαν στα σπίτια τους, ενώ ο ίδιος με τους δύο άλλους Ρουμελιώτες προχώρησαν μέχρι την Καστάνια, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
    
Ο Θ. Κολοκοτρώνης με τους δυο συντρόφους του κρύφτηκαν στον πύργο του Δουράκη και για ένα μήνα η εκεί παραμονή τους δεν είχε γίνει γνωστή. Αυτό ήταν αναγκαίο, γιατί στην καταδίωξη των κλεφτών συμμετείχε και ο Μπέης της Μάνης, του οποίου ήταν διαρκής υποχρέωση να μην επιτρέπει στους κλέφτες να βρίσκουν άσυλο στη Μάνη. Μόνο ο ηγούμενος του μοναστηριού ήταν γνώστης της φιλοξενίας που παρείχε ο Δουράκης.

    Παρά το γεγονός ότι ο Μπέης κατεδίωκε τους κλέφτες, ο Κωνσταντής απεκάλυψε στον Αντωνόμπεη Γρηγοράκη ότι φιλοξενούσε το συμπέθερο του Θ. Κολοκοτρώνη και ο Μπέης του απάντησε : ‘κρύψε τον διότι δεν συμφέρει να μη γλυτώσει κανένας από αυτή τη φαμίλια’. Προφανώς εννοούσε ότι σε μελλοντική επανάσταση, θα ήταν χρήσιμος στην πατρίδα. Στις 15/27 Φεβρουαρίου 1806 ο Άγγλος περιηγητής EDodwell πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι χτύπησαν τους κλέφτες στα Πηγάδια (Της Αβίας) και ο WLeake έγραψε ότι οι Τούρκοι έκαψαν αυτό το χωριό, προφανώς για να μη βρίσκουν εκεί καταφύγιο οι κλέφτες.

    Φαίνεται πως από την επιδρομή αυτή οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν ότι 27 κλέφτες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Νικήτας Τρίγγας , ο Κούστας, ο Μελιγαλιώτης κ.α., κρυβόντουσαν στα Πηγάδια. Στις 26 Φεβρουαρίου 1806 ο Πασάς της Τριπολιτσάς ή Μόρα Βαλεσή Σεΐτ Οσμάν έστειλε επιστολή στον Αντωνόμπεη Γρηγοράκη και τον επέπληττε για την μέχρι τότε αδράνεια του στην καταδίωξη των κλεφτών. Συγχρόνως δε τον διέταζε να συλλάβει ή να εξοντώσει το Νικήτα και τους άλλους κλέφτες, οι οποίοι εύρισκαν καταφύγιο στη Μάνη. Επειδή όμως η Μάνη, όπως και τα νησιά, υπάγονται απ’ ευθείας στον Καπουδάν πασά, που τότε ήταν ο Χαφζή Ισμαήλ , ο πασάς της Τριπολιτσάς Σεΐτ Οσμάν αναγκάστηκε να καταγγείλει στο Δοβλέτι το Μπέη της Μάνης, για την ανοχή που επεδείκνυε απέναντι στους κλέφτες. Στις 20 Απριλίου, μετά από παρέμβαση του Σουλτάνου ο Χαφζή Ισμαήλ πασάς με έγγραφο του αξίωνε από τον Αντωνόμπεη τη σύλληψη του Νικήτα.

Σχετικά με τα αναφερθέντα προηγουμένως περί προδοσίας ο Θ. Κολοκοτρώνης υπαγόρευε στη διήγηση του : «…Εκάθησα κρυμμένος ένα μήνα εις το σπίτι του Δουράκη. Ήλθε ένας Νικήτας από του Τουρκολέκα και με ηύρε με μια εικοσιπενταριά, και του είπα : να ευρούμε καΐκι και ν’ απεράσωμε εις την Ζάκυνθο. Αυτός ενόμιζε ότι δεν είναι πλέον φόβος διά να υπάγη  εις το Μεσόγειον του Μωρέως, και εγύρισε οπίσω. Οι Τούρκοι τους εσκότωσαν όλους, μόνον ένας επιάσθη ζωντανός, ο οποίος επήγεν εις την Τριπολιτζάν. Τον εζήτησε εκεί ο πασάς : αν εσκοτώθηκαν όλοι και αυτός του απεκρίθη ότι όλοι εχάθηκαν εκτός από το Θεοδωράκη τον Κολοκοτρώνη. Τότε ο πασάς εθύμωσε και έκοψε κάμποσους Τούρκους και Ρωμαίους όπου εβεβαίωναν ότι ο Θεοδωράκης ήταν χαμένος. Αυτή η φήμη του χαμού μου έκαμε να ησυχάσουν τους Τούρκους. 

Αφού το έμαθεν ο Πασάς, ότι εγώ ζω ακόμη  και είμαι εις την Μάνη, έστειλε τον Παπάζογλου από τον Άγιο Πέτρο με 50.000 γρόσια εις τον Μπέη της Μάνης. Αφού ήλθε ο Παπάζογλους εις την Μάνη, έκραξε τον καπετάν Κωνσταντή Δουράκη εις ταίς Κυτριαίς εκεί του είπε ο Μπέης, σου δίνω τόσαις χιλιάδες διά να δώσης τον Κολοκοτρώνη : ‘Έλαβα μια σφικτή διαταγή και μου λέγει, οτί αν δεν πιάσω τον Κολοκοτρώνη θέλει γράψω εις τον Καπετάν-Πασά να σ’εβγάλη από το Μπεϊλίκι. Ο Δουράκης σαν είδε τα γρόσια έστρεξε να με παραδώση. Οι Μανιάται Λησμονούν όλα διά τα γρόσια…».

   Από το ημερολόγιο του Άγγλου περιηγητή Leake μαθαίνουμε ότι στις 15/27 Μαρτίου 1806 Κυκλοφορούσε στην Τρίπολη η φήμη, ότι ο κλεφτό-καπετάνιος Νικήτας κατέφυγε στη Μάνη και τον  κατεδίωκε ένα στειρωτικό απόσπασμα του Πασά και ως 400 αρματωμένοι Χριστιανοί. Την επομένη, στις 16/28 o Leake σημείωσε ότι η ομάδα του Νικήτα, προσπαθώντας να επιστρέψει στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, εξοντώθηκε ολοκληρωτικά εκτός από έναν παραγιό , που οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Τρίπολη. Την ίδια ημέρα εξέθεσαν το κεφάλι του Νικήτα στον πλάτανο του σεραγιού. Είναι σημαντικό ότι ο Leake δεν αναφέρει την πληροφορία της παρουσίας του Θ. Κολοκοτρώνη στη Μάνη, γιατί, όπως φαίνεται δεν έγινε γνωστή στην Τρίπολη, ούτε επιβεβαιώνει τον Θ. Κολοκοτρώνη ότι ο Πασάς αποκεφάλισε ‘κάμποσους Τούρκους και Ρωμαίους’. Τέτοια γεγονότα θα αποτελούσαν συνταρακτικές ειδήσεις για την Πόλη και ο Άγγλος περιηγητής-κατάσκοπος δεν θα παρέλειπε να τις αναφέρει.

   Ο Θ. Κολοκοτρώνης μας ομολογεί πότε και πώς δημιουργήθηκαν οι πρώτες υποψίες του. Ο Κωνσταντής Δουράκης πήγε στις Κιτριές, για να συναντήσει τον Αντωνόμπεη και στη συνέχεια κλήθηκε στις Κιτριές ο γιός του και ο ηγούμενος του μοναστηριού. Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης υποψιάστηκε ότι η πρόσκληση αυτή είχε σχέση με συνωμοσία εις βάρος του και μετακινήθηκε από τον πύργο του Δουράκη, όπου έμενε στο μοναστήρι και συγχρόνως προετοίμασε τη φυγή του από την Καστάνια. Ο ίδιος διηγείται : «… Όταν επροσκάλεσαν τον Ηγούμενο και το παιδί του Δουράκη υποπτεύτηκα ότι κάτι τεχνεύονται δια εμένα, και δεν ήξερα τι έτρεχε. Εστείλα λοιπόν ένα παιδί εις την Μικρή Καστάνιτζα, έξη ώρες μακρυά από εκεί όπου ήμουν, (εκεί ήτον κλεισμένος ο πατέρας μου) έστειλα εις τον ανεψιόν του Παναγιώταρου , Βασίλη Βενετζανάκου, και ήλθε διά νυκτός με άλλους τρείς εις το μοναστήρι όπου ευρισκόμουνα, του είπα τα διατρέχοντα και όλας μου τας υποψίας, του επρόβαλα να αναχωρήσωμεν, μου είπε, ότι : να υπάγω οπίσω, να πωλήσω κάτι λάδι και το βράδυ έρχομαι, το βράδυ δεν ήλθε…». Αν ο Θ. Κολοκοτρώνης μίλησε ανοικτά στο Βασίλη Βενετσανάκη για τους φόβους του, προφανώς αυτός τους θεώρησε υπερβολικούς και δεν έδωσε βάση στις υποψίες του, γιατί τις θεώρησε εξωπραγματικές και δεν τον πήρε αμέσως μαζί του. Άλλωστε η καλή πρόθεση του Βενετσανάκη απέναντι στον Θ. Κολοκοτρώνη αποδείχτηκε, όταν μετά από λίγες ημέρες τον συνόδευε με ασφάλεια από την Καστάνιτσα στον Πασσαβά για να φύγει από την Πελοπόννησο.

   Μετά τη μετάβαση των Δουράκηδων στις Κιτριές ο Θ. Κολοκοτρώνης, κατεχόμενος από το φόβο του διωκόμενου, φανταζόταν τους πάντες ως συνεργούς σε συνωμοσία εις βάρος του. Την Αρχική του υπόνοια άρχισε να την ενισχύει με κατασκευαζόμενες ενδείξεις, συσχετίζοντας ότι γινόταν γύρω του με την υποψία της παραδόσεως του στους Τούρκους. Όταν την επομένη ημέρα συνάντησε τον ηγούμενο  της μονής και τον χαιρέτησε, εκείνος του απάντησε «να μη με είχε εύρη». Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης σχημάτισε την εντύπωση, ότι τα λεγόμενα του δηλώνουν προφανώς μεταμέλεια για την πράξη της υποτιθέμενης προδοσίας και προσπάθησε να του πάρει λόγια, αλλά ο ηγούμενος δεν θέλησε να μιλήσει περισσότερο. Δεν δίστασε όμως ο Θ. Κολοκοτρώνης σε άλλο σημείο της διηγήσεως του, να προσθέσει αναπόδεικτα ότι : «Του Ηγούμενου του υποσχέθηκαν να τον κάνουν Δεσπότη και άλλα ταζίματα διά να με παραδώση ζωντανόν». Η υποψία εκείνη για τον Ηγούμενο του 1806 έγινε μετά 30 χρόνια καταγγελία αναμφισβήτητης προδοσίας. 267,5

    Συνεχίζοντας ο Θ. Κολοκοτρώνης διηγείται : «Το βράδυ ήλθε ο συμπέθερος μου με τον αδελφό του, δυο συγγενείς του, και μου έδωκε και το γράμμα του Μπέη. Ο αδελφός του υποπτεύτηκε, και δεν ήτον με την γνώμην μου. Έλαβα το γράμμα το εδιάβασα και εκατάλαβα, ότι θέλουν να με πάρουν ζωντανό. Τους είπα: πώς θα υπάγομεν την ημέραν, όπου θα μας ιδούν όλος ο κόσμος; Αυτός μου είπε, ότι ενδύνεσαι Μανιάτικα και δεν σε γνωρίζουν, ο αδελφός του μου έκανε νόημα να είμαι προσεκτικός, τους αποκρίθηκα ότι θα συλλογισθώ έως το βράδυ έκαμα το μεσημέρι την απόκρισιν, ότι εγώ είμαι εδικός σας και άλλη φορά θέλει έλθω να σας προσκυνήσω, και εγώ είμαι εδικός σου και να με έχεις την εγνοία μου. Το γράμμα το έδωσα του Δουράκη αυτός επήρε το γράμμα, το άνοιξε, και είδε ότι δεν ήθελα να υπαγώ, και τότε αποφάσισε να βάλει εις το κρασί αφιόνι. Η γυναίκα του η αδελφή του το είδαν, και τον επήραν από κοντά έως τον Πύργον, ένας άνθρωπος μου ήκουσε τη γυναίκα του Δουράκη νατου λέγει του ανδρός της: τι είναι αυτό που κάμεις, δεν ενθυμάσαι τα καλά του Θεοδωράκη; Και αυτός την έβριζε. Επήγα μέσα, με επρόσφερε το κρασί, εγώ με έδωσεν είδησιν ο ανθρωπός μου, και, όταν μου έφερε το κρασί εγώ εκλίτζισα το κανάτι όπου είχε το κρασί, και το έχυσα και του είπα, τι θέλω εγώ τώρα κρασί και του είπα και ότι θα φύγω. Με επαρακίνησε να υπάγωμεν εις το σπίτι του να πιούμε πρώτα κρασί και έπειτα να φύγω, αυτός επήγε ομπρός, ειδοποίησε τους ανθρώπους να είναι έτοιμοι να τραβήξουν απάνω μας ενώ εμείς επίναμεν το κρασί. Ο αδελφός του δεν μας άφηκε να πάμε, εμπόδισε τα σκυλιά να φωνάξουν, και εφύγαμε...»

    Ο Θ. Κολοκοτρώνης μας δηλώνει ότι, διαβάζοντας το γράμμα του Αντωνόμπεη, επιβεβαίωσε τις υποψίες του για την υπάρχουσα συνωμοσία της παραδόσεως του στους Τούρκους. Αντικειμενικά μέχρι του σημείου αυτού δεν υπήρχε καμία σαφής ένδειξη περί συνομωσίας. Ο πανικός όμως που προκλήθηκε από την επινόηση της, ευθύνεται για τη δημιουργία στη συνέχεια μίας σειράς από ενδείξεις και «αποδείξεις». Με άλλα λόγια ο φόβος του καταδιωκόμενου οδήγησε το Θ. Κολοκοτρώνη σε παρερμηνευτικό κατήφορο.

    Σχετικά με το περιεχόμενο της ανωτέρω παραγράφου θα πρέπει να αναρωτηθούμε, ποίος είπε στο Θ. Κολοκοτρώνη ότι ο Κωνσταντής Δουράκης άνοιξε το γράμμα του Αντωνόμπεη; Μήπως η υποψία του 1806 παρουσιάστηκε ως πραγματικό γεγονός στη διήγηση του 1836; Ιδιαίτερα όμως πρέπει να προσέξουμε, ότι ομιλεί για αφιόνι που θα του έβαζε ο Δουράκης στο κρασί, χωρίς να υπάρχει κάποια σαφής μαρτυρία ή ένδειξη γι’ αυτό. Ποίος του αποκάλυψε ότι το κρασί είχε αφιόνι; Κανένας δεν ανέφερε το αφιόνι, αλλά από τα γενικόλογα λόγια της συζύγου του Δουράκη, κατέληξε σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα, δηλαδή ότι το κρασί είχε αφιόνι.

    Αφού δεν ήπιε το κρασί με το υποτιθέμενο αφιόνι στο μαστήρι, ο Θ. Κολοκοτρώνης κάνει και δεύτερη παρερμηνεία, όταν τον κάλεσε ο Δουράκης να πάνε σπίτι του, για να πιούνε μαζί ένα αποχαιρετιστήριο κρασί. Αλλά και από αυτό κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι θα έβαζε ανθρώπους να τουφεκίσουν αυτόν και τους συντρόφους του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για παρανοειδείς ιδέες υπό την επήρεια πανικού που δημιουργήθηκαν από την υποθετική συνωμοσία και τις κατασκευασμένες ενδείξεις.

  Ο Θ. Κολοκοτρώνης στη διήγηση του αναφέρει ότι ο αδελφός του Κωνσταντή Δουράκη δεν ενέκρινε τις εναντίον του προθέσεις του Κωνσταντή και του Αντωνόμπεη. Μετά την επιστροφή του Κ. Δουράκη από τις Κιτριές τα δύο αδέλφια τον επισκέφθηκαν στο μοναστήρι, για να του δώσουν την επιστολή του Αντωνόμπεη και ο Θ. Κολοκοτρώνης κατανόησε νεύμα του αδελφού το Κ. Δουράκη, που του συνιστούσε να είναι προσεκτικός. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να ενδυναμωθούν οι υποψίες του ότι κάτι κακό κρύβεται πίσω από αυτή την υπόθεση. Είναι παρατηρημένο ότι πολύ συχνά άτομα κατεχόμενα από υποψίες παρερμηνεύουν κινήσεις ή μορφασμούς που γίνονταν γύρω τους, τις συσχετίζουν με του φόβους του και καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα.

     Σημαντική ένδειξη περί της καταγγελλομένης συνωμοσίας είναι, το ότι ο αδελφός του Κ. Δουράκη δεν τους άφησε να πάνε στο σπίτι, για πιούν κρασί και κράτησε τα σκυλιά, ώστε να μη γίνει αντιληπτή η φυγή του Θ. Κολοκοτρώνη και των δύο συνοδών του. Αυτό θα ήταν ενδεικτικό επιχείρημα για την ύπαρξη κάποιου μυστικού σχεδίου, όπως και η περίπτωση της κινητοποιήσεως εκατό ανθρώπων από την Καστάνια, που αναζητούσαν του φυγαδευθέντες. Βέβαια φαίνεται υπερβολικό να διαφύγει από εκατό διώκτες, αλλά το ερώτημα είναι αν αυτά είναι γεγονότα ή συμπληρώματα της μνήμης; Ο Τ. Κανδηλώρος έγραψε ότι : «Εάν ο Κολοκοτρώνης δεν διηγείτο με τόσας λεπτομέριας την επιβουλήν του Δουράκη θα ήτο απίστευτος». Μήπως το ίδιο απίστευτη φάνηκε και στον Γ. Τερτσέτη η επιβουλή του Κ. Δουράκη και έκανε πολλές διευκρινιστικές ερωτήσεις, οπότε βοηθούσε στη δημιουργία ενός μύθου; Είναι γνωστό ότι η γεροντική μυθοπλασία συμπληρώνει τα κενά την μνήμης με εξωπραγματικές λεπτομέρειες.

    Τελικά ο Θ. Κολοκοτρώνης πήγε στην Καστάνιτσα, συνάντησε το Βασίλη Βενετσανάκη και μαζί βάδισαν μέχρι τον Πασσαβά, όπου ήταν ένας αδερφοποιητός του Κολοκοτρώνη. Έμεινε εκεί κρυπτόμενος επί τρείς μέρες και στις 24 Μαρτίου 1806 με τη φροντίδα της Μαρίας κόρης του Παναγιώταρου Βενετσανάκη και συζύγου του Μπεηζαντέ Γεωργίου Τζαν. Γρηγοράκη επιβιβάστηκε σε καΐκι για τα Επτάνησα.

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου